Η θρεπτική αξία των γαλακτοκομικών προϊόντων
Το γάλα και το γιαούρτι αποτελούν πλήρη τρόφιμα διότι παρέχουν και τα τρία μακροθρεπτικά συστατικά: πρωτεΐνη, υδατάνθρακες και λίπος, ενώ το τυρί παρέχει πρωτεΐνη και λίπος, όπως το κρέας.
Εκτός από τα μακροθρεπτικά συστατικά παρέχουν και πλήθος βιταμινών και μετάλλων.
Συγκεκριμένα, το γάλα παρέχει πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ανακατασκευή των ιστών, ασβέστιο, φώσφορο, βιταμίνη D (λιποδιαλυτή βιταμίνη) που είναι απαραίτητα για τη δομή και ανάπτυξη των οστών και αποτελούν ασπίδα έναντι της οστεοπόρωσης, βιταμίνες A, E, K (λιποδιαλυτές βιταμίνες) και βιταμίνες του συμπλέγματος B.
Ειδικά, η βιταμίνη Α συμβάλλει στην ικανοποιητική λειτουργία του ανοσοποιητικού, η βιταμίνη Ε έχει αντιοξειδωτική δράση, η βιταμίνη Κ συμμετέχει στην πήξη του αίματος και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β προάγουν την καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος και την ψυχική υγεία.
Το γιαούρτι και εκείνο περιέχει τα θρεπτικά συστατικά που περιέχει το γάλα, αλλά λόγω του ότι είναι σε συμπυκνωμένη μορφή περιέχει παραπάνω πρωτεΐνη και ασβέστιο.
Επίσης, περιέχει γαλακτοβάκιλους που ενισχύουν την μικροχλωρίδα του εντέρου και δρουν ενάντια στην ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών και στην εμφάνιση λοιμώξεων. Επιπλέον, περιέχει προβιοτικά που συμβάλλουν στην καλύτερη λειτουργία του εντέρου.
Τέλος, το γιαούρτι σε σύγκριση με το γάλα είναι καλύτερα αφομοιώσιμο από τον οργανισμό (κατά 93%) και είναι καλύτερα ανεκτό σε ανθρώπους με δυσανεξία στη λακτόζη, καθώς περιέχει λιγότερη ποσότητα.
Τα τυριά αποτελούν επίσης πολύ καλή πηγή πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας, ασβεστίου, φωσφόρου και των υπόλοιπων βιταμινών που αναφέραμε παραπάνω για το γιαούρτι και το γάλα. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να περιέχουν περισσότερα λιπαρά.
Τα σκληρά τυριά σε σύγκριση με τα μαλακά τυριά περιέχουν περισσότερο λίπος αλλά προσφέρουν και περισσότερο ασβέστιο. Επίσης, να αναφέρουμε ότι τα τυριά περιέχουν λιγότερη ποσότητα λακτόζης σε σύγκριση με το γάλα.
Συγκεκριμένα, τα μαλακά τυριά περιέχουν 50% λιγότερη ποσότητα σε σύγκριση με το γάλα και τα σκληρά τυριά έχουν ακόμη λιγότερη ποσότητα λακτόζης.
Η ποσότητα που συστήνεται να καταναλώνουμε είναι 2 με 3 μερίδες γαλακτοκομικών προϊόντων την ημέρα, ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης, την κατάσταση εγκυμοσύνης ή θηλασμού ή μετά την εμμηνόπαυση.
Προτιμούνται τα γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά για ανθρώπους που έχουν υψηλή χοληστερόλη, νοσούν από καρδιαγγειακά νοσήματα, που ακολουθούν πρόγραμμα διατροφής για απώλεια βάρους.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα προάγουν τη διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους και βοηθούν στην απώλεια βάρους λόγω του ασβεστίου που περιέχουν, το οποίο δημιουργεί αδιάλυτα άλατα με το διατροφικό λίπος και δεν το αφήνει να απορροφηθεί εξ΄ολοκλήρου και έτσι απεκκρίνεται στα κόπρανα.
Το γάλα και το γιαούρτι μπορούν να αποτελέσουν ένα καλό ενδιάμεσο γεύμα ή και ένα ελαφρύ γεύμα στη δουλειά ή το βράδυ αν συνδυαστεί με δημητριακά, κριτσίνια, παξιμαδάκια, φρούτα ή ξηρούς καρπούς. Το γιαούρτι ακόμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σως/ σάλτσα και να αντικαταστήσει τη μαγιονέζα ή άλλες λιπαρές σάλτσες.
Επιπλέον, το γάλα και το γιαούρτι συμβάλλουν στην ημερήσια πρόσληψη υγρών και στην ενυδάτωση του οργανισμού λόγω του νερού που περιέχουν. Από την άλλη, τα τυριά μπορούν να καταναλωθούν ως σνακ-ενδιάμεσο γεύμα μαζί με ψωμί, κριτσίνια, παξιμαδάκια ή φρυγανιές αλλά να συνοδεύσουν και μία σαλάτα, ώστε να αποτελέσει ένα πλήρες γεύμα.
Συμπερασματικά, λέμε ναι στην καθημερινή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων γιατί συμβάλλουν στην προαγωγή της υγείας, προσφέροντας πλήθος θρεπτικών συστατικών!
πηγή: www.neapaseges.gr