Ξεκινώντας την ανάλυση περί σαπουνιού καλό θα ήταν να δούμε μερικές βασικές έννοιες. Στη χημεία, σάπωνας είναι το άλας ενός λιπαρού οξέος.
Χρησιμοποιείται κυρίως σαν καθαριστικό αλλά επίσης στη κλωστοϋφαντουργία και τη βιομηχανία λιπαντικών. Προέρχεται από την αντίδραση φυτικού ή ζωικού λίπους και ενός αλκαλικού διαλύματος.
Λίγη χημεία
Τα φυτικά και ζωικά λίπη και έλαια αποτελούνται από 3 μόρια λιπαρών οξέων πάνω σε ένα μόριο γλυκερόλης (δηλαδή από τριγλυκερίδια). Το αλκαλικό διάλυμα, που αποκαλείται συχνά και “αλισίβα“, αντιδρά με τα τριγλυκερίδια σε μια αντίδραση η οποία είναι γνωστή ως σαπωνοποίηση. Στη σαπωνοποίηση τα λίπη πρώτα υδρολύονται σε ελεύθερα λιπαρά οξέα και έπειτα αντιδρούν με την αλισίβα, ώστε να δημιουργηθούν οι σάπωνες. Η γλυκερίνη απελευθερώνεται είτε ως υπόλειμμα, είτε κατά την έκπλυση του προϊόντος και είναι δυνατό να ανακτηθεί ως παραπροϊόν, ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη διαδικασία. Το σαπούνι είναι βασικό συστατικό σε λιπαντικά και γράσσα, τα οποία είναι συνήθως γαλακτώματα σαπώνων ασβεστίου ή λιθίου και ορυκτελαίων, και χρησιμοποιούνται ευρέως σε μηχανολογικές εφαρμογές. Πολλά σαπούνια άλλων μετάλλων έχουν επίσης ευρείες εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από αλουμίνιο, νάτριο, και μείγματα από αυτά. Αυτά τα σαπούνια χρησιμοποιούνται επίσης ως συμπυκνωτικά μέσα για να αυξάνουν το ιξώδες των ελαίων. Στην αρχαιότητα, τα λιπαντικά κατασκευάζονταν με ανάμιξη ασβέστου με ελαιόλαδο.
Ιστορικά στοιχεία
Η αρχαιότερη καταγραφή για την παραγωγή σαπουνιού ή παραπλήσιων προϊόντων χρονολογείται περί τα 2.800 π.Χ. στην αρχαία Βαβυλώνα.
Ένας βαβυλωνιακός πήλινος πίνακας που χρονολογείται από το 2.200 π.Χ. αναφέρει συνταγή σαπουνιού με νερό, αλκάλι και λάδι κασσίας. Στον πάπυρο Έμπερς (αριστερά) αναφέρεται πως οι Αιγύπτιοι συνδύαζαν λίπη και έλαια με αλκαλικά άλατα ώστε να δημιουργήσουν σαπωνοειδείς ουσίες και έκαναν με αυτές λουτρά. Αιγυπτιακές γραφές επίσης καταγράφουν πως χρησιμοποιούσαν μια ουσία, που έμοιαζε με το σαπούνι, στη προετοιμασία του μαλλιού για γνέσιμο.
Στη Ρώμη, ο Πλίνιος στο έργο του “Historia Naturalis”, πρώτος ανέφερε τον όρο “σάπων”, και σημειώνει πως η παρασκευή του γίνεται με ένα μίγμα από ζωικά λίπη και στάχτη. Στις ισλαμικές χώρες υπήρχε έγγραφο του 12ου αιώνα που ανέφερε λεπτομερειακά τη διαδικασία παρασκευής του σαπουνιού και καταγράφει πως η αλισίβα προέρχεται από τη στάχτη του ξύλου. Σε γενικές γραμμές τα διάφορα θυσιαστήρια και οι βωμοί στην αρχαιότητα ήταν οι προπάτορες του σαπουνιού. Το λίπος από το ζώο της θυσίας που αναμιγνυόταν με τη στάχτη της φωτιάς έκανε τους ανθρώπους σιγά-σιγά να αρχίσουν να παρατηρούν πως το λευκόχρωμο υγρό που προέκυπτε είχε καθαριστικές ιδιότητες. Το μεσαίωνα οι σαπωνοποιοί ανήκαν σε κλειστές συντεχνίες, ενώ αργότερα ήταν εργασία που εξασκούσαν εξίσου άντρες και γυναίκες. Το 18ο αιώνα στη Γαλλία η παραγωγή σαπουνιού γινόταν αποκλειστικά στη Προβηγκία, την Τουλούζη και τη Μασσαλία και από αυτές τις περιοχές προμηθευόταν σαπούνι όλη η υπόλοιπη χώρα, με τη Μασσαλία να αποκτά σταδιακά την πρωτοκαθεδρία στη διάθεση του σαπουνιού, έναντι των άλλων περιοχών. Γι’αυτό το λόγο απέκτησε το original σαπούνι το προσωνύμιο “Μασσαλίας”. Στην περιοχή της Καστίλλης οι σαπωνοποιοί χρησιμοποιούσαν φυτικά έλαια, αντί για ζωικά λίπη. Με το όνομα σαπούνι “Καστίλλης” χαρακτηρίζονται τα σαπούνια με φυτική προέλευση ακόμα και σήμερα. Μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση η παραγωγή σαπουνιού περιοριζόταν σε μικρής κλίμακας εργαστήρια. Έπειτα η παραγωγή βιομηχανοποιήθηκε και αναπτύχθηκε στη μορφή που έχει σήμερα.
Το σαπούνι σε υγρή μορφή ανακαλύφθηκε μετά το 1800 μ.Χ. και πατενταρίστηκε το 1865. Το 1898 ο B. J. Johnson έφτιαξε μια νέα φόρμουλα, όπου χρησιμοποιούσε λάδι ελιάς και καρύδας (Palm & Olive oil). Το προϊόν πήρε το γνωστό σε όλους μας όνομα”Palmolive”, γνώρισε τεράστια επιτυχία και στο τέλος του αιώνα εκείνου, ήταν το πιο δημοφιλές σαπούνι, αναγκάζοντας τον Johnson να αλλάξει όνομα στην εταιρεία του, δηλαδή από “B. J. Johnson Soap Company” να τη μετονομάσει σε “Palmolive”.